Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εἰσαράσσω
εἰσαυγάζω
εἰσαῦθις
εἰσαύριον
εἰσαφίημι
εἰσαφικάνω
εἰσαφικνέομαι
εἰσβαίνω
εἰσβάλλω
εἴσβασις
εἰσβατός
εἰσβιάζομαι
εἰσβιβάζω
εἰσβλέπω
εἰσβολή
εἰσγράφω
εἰσδέρκομαι
εἰσδέχομαι
εἰσδίδωμι
εἰσδοχή
εἰσδρομή
View word page
εἰσβατός
εἰσβατός εἰσβᾰτός, ή, όν εἰσβαίνω accessible, Thuc.

ShortDef

accessible

Debugging

Headword:
εἰσβατός
Headword (normalized):
εἰσβατός
Headword (normalized/stripped):
εισβατος
IDX:
9796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9799
Key:
ei)sbato/s

Data

{'content': 'εἰσβατός\n εἰσβᾰτός, ή, όν\n εἰσβαίνω\n accessible, Thuc.', 'key': 'ei)sbato/s'}