Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εἰσανάγω
εἰσανεῖδον
εἰσάνειμι
εἰσάντα
εἰσάπαξ
εἰσαράσσω
εἰσαυγάζω
εἰσαῦθις
εἰσαύριον
εἰσαφίημι
εἰσαφικάνω
εἰσαφικνέομαι
εἰσβαίνω
εἰσβάλλω
εἴσβασις
εἰσβατός
εἰσβιάζομαι
εἰσβιβάζω
εἰσβλέπω
εἰσβολή
εἰσγράφω
View word page
εἰσαφικάνω
εἰσαφικάνω to come to, τινά Od.
ShortDef
to come to
Debugging
Headword:
εἰσαφικάνω
Headword (normalized):
εἰσαφικάνω
Headword (normalized/stripped):
εισαφικανω
IDX:
9791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9794
Key:
ei)safika/nw
Data
{'content': 'εἰσαφικάνω\n to come to, τινά Od.', 'key': 'ei)safika/nw'}