Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αἰών
αἰώρα
αἰωρέω
αἰώρημα
αἰωρητός
Ἀκαδήμεια
ἀκαθαρσία
ἀκάθαρτος
ἄκαινα
ἀκαιρία
ἄκαιρος
ἀκάκης
ἀκάκητα
ἀκακία
ἄκακος
ἀκαλανθίς
ἀκαλαρρείτης
ἀκαλήφη
ἀκαλλής
ἀκαλλιέρητος
ἀκαλλώπιστος
View word page
ἄκαιρος
ἄκαιρος ill-timed, unseasonable, inopportune, ἐς ἄκαιρα πονεῖν, Lat. operam perdere, Theogn.; οὐκ ἄκαιρα λέγειν Aesch.; ἄκ. προθυμία Thuc.:—adv. -ρως, Aesch., etc.; neut. pl. as adv., Eur. of persons, importunate, Lat. molestus, Theophr.

ShortDef

ill-timed, unseasonable, inopportune

Debugging

Headword:
ἄκαιρος
Headword (normalized):
ἄκαιρος
Headword (normalized/stripped):
ακαιρος
IDX:
978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n978
Key:
a)/kairos

Data

{'content': 'ἄκαιρος\n ill-timed, unseasonable, inopportune, ἐς ἄκαιρα πονεῖν, Lat. operam perdere, Theogn.; οὐκ ἄκαιρα λέγειν Aesch.; ἄκ. προθυμία Thuc.:—adv. -ρως, Aesch., etc.; neut. pl. as adv., Eur.\n of persons, importunate, Lat. molestus, Theophr.', 'key': 'a)/kairos'}