Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εἰρωνικός
εἴρων
εἴρω
εἴρω
εἰσαγγελεύς
εἰσαγγελία
εἰσαγγέλλω
εἰσαγγελτικός
εἰσαγείρω
εἰσάγω
εἰσαγωγεύς
εἰσαγωγή
εἰσαγώγιμος
εἰσαεί
εἰσαείρομαι
εἰσαθρέω
εἰσαίρω
εἰσαΐσσω
εἰσαΐω
εἰσακοντίζω
εἰσακούω
View word page
εἰσαγωγεύς
εἰσαγωγεύς from εἰσάγω (ᾰ) εἰσᾰγωγεύς, έως, one who brings cases into court, Dem.

ShortDef

one who brings cases into court

Debugging

Headword:
εἰσαγωγεύς
Headword (normalized):
εἰσαγωγεύς
Headword (normalized/stripped):
εισαγωγευς
IDX:
9765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9768
Key:
ei)sagwgeu/s

Data

{'content': 'εἰσαγωγεύς\n from εἰσάγω (ᾰ)\n εἰσᾰγωγεύς, έως,\n one who brings cases into court, Dem.', 'key': 'ei)sagwgeu/s'}