εἰσαγγελτικός
εἰσαγγελτικός
from εἰσαγγέλλω
εἰσαγγελτικός, ή, όν
of or for impeachment, ap. Dem.
{
"content": "εἰσαγγελτικός\n from εἰσαγγέλλω\n εἰσαγγελτικός, ή, όν\n of or for impeachment, ap. Dem.",
"key": "ei)saggeltiko/s"
}