Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εἴρην
εἴρη
εἱρκτέος
εἱρκτή
εἰροκόμος
εἰροπόκος
εἶρος
εἰροχαρής
εἰρωνεία
εἰρωνεύομαι
εἰρωνικός
εἴρων
εἴρω
εἴρω
εἰσαγγελεύς
εἰσαγγελία
εἰσαγγέλλω
εἰσαγγελτικός
εἰσαγείρω
εἰσάγω
εἰσαγωγεύς
View word page
εἰρωνικός
εἰρωνικός εἰρωνικός, ή, όν εἴρων dissembling, putting on a feigned ignorance, Plat.: adv. -κῶς, Ar.

ShortDef

dissembling, putting on a feigned ignorance

Debugging

Headword:
εἰρωνικός
Headword (normalized):
εἰρωνικός
Headword (normalized/stripped):
ειρωνικος
IDX:
9755
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9758
Key:
ei)rwniko/s

Data

{'content': 'εἰρωνικός\n εἰρωνικός, ή, όν\n εἴρων\n dissembling, putting on a feigned ignorance, Plat.: adv. -κῶς, Ar.', 'key': 'ei)rwniko/s'}