Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εἰρεσία
εἰρεσιώνη
εἰρηναῖος
εἰρηνεύω
εἰρήνη
εἰρηνικός
εἰρηνοποιός
εἰρηνοφύλαξ
εἴρην
εἴρη
εἱρκτέος
εἱρκτή
εἰροκόμος
εἰροπόκος
εἶρος
εἰροχαρής
εἰρωνεία
εἰρωνεύομαι
εἰρωνικός
εἴρων
εἴρω
View word page
εἱρκτέος
εἱρκτέος εἱρκτέος, ον verb. adj. of εἵργω one must prevent, Soph.
ShortDef
one must prevent
Debugging
Headword:
εἱρκτέος
Headword (normalized):
εἱρκτέος
Headword (normalized/stripped):
ειρκτεος
IDX:
9747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9750
Key:
ei(rkte/os
Data
{'content': 'εἱρκτέος\n εἱρκτέος, ον\n verb. adj. of εἵργω\n one must prevent, Soph.', 'key': 'ei(rkte/os'}