Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀΐω
ἀΐω
αἰώνιος
αἰών
αἰώρα
αἰωρέω
αἰώρημα
αἰωρητός
Ἀκαδήμεια
ἀκαθαρσία
ἀκάθαρτος
ἄκαινα
ἀκαιρία
ἄκαιρος
ἀκάκης
ἀκάκητα
ἀκακία
ἄκακος
ἀκαλανθίς
ἀκαλαρρείτης
ἀκαλήφη
View word page
ἀκάθαρτος
ἀκάθαρτος καθαίρω uncleansed, unclean, impure, Plat.:—adv., ἀκαθάρτως ἔχειν Plat. of things, not purged away, Soph.

ShortDef

uncleansed, unclean, impure

Debugging

Headword:
ἀκάθαρτος
Headword (normalized):
ἀκάθαρτος
Headword (normalized/stripped):
ακαθαρτος
IDX:
975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n975
Key:
a)ka/qartos

Data

{'content': 'ἀκάθαρτος\n καθαίρω\n uncleansed, unclean, impure, Plat.:—adv., ἀκαθάρτως ἔχειν Plat.\n of things, not purged away, Soph.', 'key': 'a)ka/qartos'}