Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εἰργμοφύλαξ
εἵργνυμι
εἴρερος
εἰρεσία
εἰρεσιώνη
εἰρηναῖος
εἰρηνεύω
εἰρήνη
εἰρηνικός
εἰρηνοποιός
εἰρηνοφύλαξ
εἴρην
εἴρη
εἱρκτέος
εἱρκτή
εἰροκόμος
εἰροπόκος
εἶρος
εἰροχαρής
εἰρωνεία
εἰρωνεύομαι
View word page
εἰρηνοφύλαξ
εἰρηνοφύλαξ εἰρηνο-φύλαξ (ῠ), ακος, a guardian of peace, Xen.

ShortDef

a guardian of peace

Debugging

Headword:
εἰρηνοφύλαξ
Headword (normalized):
εἰρηνοφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
ειρηνοφυλαξ
IDX:
9744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9747
Key:
ei)rhnofu/lac

Data

{'content': 'εἰρηνοφύλαξ\n εἰρηνο-φύλαξ (ῠ), ακος,\n a guardian of peace, Xen.', 'key': 'ei)rhnofu/lac'}