Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εἰλιτενής
εἴλυμα
εἰλυός
εἰλυσπάομαι
εἰλυφάζω
εἰλύω
εἴλω
Εἵλως
εἱλωτεία
εἱλωτεύω
εἱλωτικός
εἷμα
εἶμι
εἰμί
εἰναετής
εἰνάλιος
εἰναλίφοιτος
εἰνάνυχες
εἰνάς
εἰνάτερες
εἴνατος
View word page
εἱλωτικός
εἱλωτικός Εἱλωτικός, ή, όν from Εἵλως of Helots, Plut.
ShortDef
of Helots
Debugging
Headword:
εἱλωτικός
Headword (normalized):
εἱλωτικός
Headword (normalized/stripped):
ειλωτικος
IDX:
9715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9718
Key:
*ei(lwtiko/s
Data
{'content': 'εἱλωτικός\n Εἱλωτικός, ή, όν\n from Εἵλως\n of Helots, Plut.', 'key': '*ei(lwtiko/s'}