Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εἰλίπους
εἰλιτενής
εἴλυμα
εἰλυός
εἰλυσπάομαι
εἰλυφάζω
εἰλύω
εἴλω
Εἵλως
εἱλωτεία
εἱλωτεύω
εἱλωτικός
εἷμα
εἶμι
εἰμί
εἰναετής
εἰνάλιος
εἰναλίφοιτος
εἰνάνυχες
εἰνάς
εἰνάτερες
View word page
εἱλωτεύω
εἱλωτεύω Εἱλωτεύω, from Εἵλως fut. -σω to be a Helot or serf, Isocr.

ShortDef

to be a Helot

Debugging

Headword:
εἱλωτεύω
Headword (normalized):
εἱλωτεύω
Headword (normalized/stripped):
ειλωτευω
IDX:
9714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9717
Key:
*ei(lwteu/w

Data

{'content': 'εἱλωτεύω\n Εἱλωτεύω,\n from Εἵλως\n fut. -σω\n to be a Helot or serf, Isocr.', 'key': '*ei(lwteu/w'}