Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εἱληθερής
Εἰλήθυια
εἵλη
εἴλη
εἵλησις
εἰλικρινής
εἷλιξ
εἰλίπους
εἰλιτενής
εἴλυμα
εἰλυός
εἰλυσπάομαι
εἰλυφάζω
εἰλύω
εἴλω
Εἵλως
εἱλωτεία
εἱλωτεύω
εἱλωτικός
εἷμα
εἶμι
View word page
εἰλυός
εἰλυός εἰλῡός, ὁ, εἰλύω a lurking place, den, Xen.

ShortDef

a lurking place, den

Debugging

Headword:
εἰλυός
Headword (normalized):
εἰλυός
Headword (normalized/stripped):
ειλυος
IDX:
9707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9710
Key:
ei)luo/s

Data

{'content': 'εἰλυός\n εἰλῡός, ὁ,\n εἰλύω\n a lurking place, den, Xen.', 'key': 'ei)luo/s'}