Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Ἀγαμεμνόνεος
Ἀγαμεμνονίδης
Ἀγαμέμνων
ἀγαμένως
ἀγαμία
ἄγαμος
ἀγανακτέω
ἀγανάκτησις
ἀγανακτητικός
ἀγανακτητός
ἀγάννιφος
ἀγανοβλέφαρος
ἀγανός
ἀγανοφροσύνη
ἀγανόφρων
ἄγαν
ἀγάομαι
ἀγαπάζω
ἀγαπάω
ἀγάπημα
ἀγαπήνωρ
View word page
ἀγάννιφος
ἀγάννιφος νίφω much snowed on, snow-capt, Il.
ShortDef
much snowed on, snow-capt
Debugging
Headword:
ἀγάννιφος
Headword (normalized):
ἀγάννιφος
Headword (normalized/stripped):
αγαννιφος
IDX:
97
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n97
Key:
a)ga/nnifos
Data
{'content': 'ἀγάννιφος\n νίφω\n much snowed on, snow-capt, Il.', 'key': 'a)ga/nnifos'}