Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εἰκότως
εἰκών
εἴκω
εἰλαδόν
εἰλαπινάζω
εἰλαπιναστής
εἰλαπίνη
εἶλαρ
ἰλάρχης
Εἰλείθυια
εἰλεός
εἰληδόν
εἱληθερέω
εἱληθερής
Εἰλήθυια
εἵλη
εἴλη
εἵλησις
εἰλικρινής
εἷλιξ
εἰλίπους
View word page
εἰλεός
εἰλεός εἰλεός, ὁ, εἰλέω a lurking-place, den, hole, Theocr.
ShortDef
a lurking-place, den, hole
Debugging
Headword:
εἰλεός
Headword (normalized):
εἰλεός
Headword (normalized/stripped):
ειλεος
IDX:
9694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9697
Key:
ei)leo/s
Data
{'content': 'εἰλεός\n εἰλεός, ὁ,\n εἰλέω\n a lurking-place, den, hole, Theocr.', 'key': 'ei)leo/s'}