Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εἰκός
εἰκοστή
εἰκοστολόγος
εἰκοστός
εἰκοσώρυγος
εἰκότως
εἰκών
εἴκω
εἰλαδόν
εἰλαπινάζω
εἰλαπιναστής
εἰλαπίνη
εἶλαρ
ἰλάρχης
Εἰλείθυια
εἰλεός
εἰληδόν
εἱληθερέω
εἱληθερής
Εἰλήθυια
εἵλη
View word page
εἰλαπιναστής
εἰλαπιναστής εἰλᾰπῐναστής, οῦ, a feaster, quest, boon-companion, Il. from εἰλᾰπίνη (ῐ)

ShortDef

a feaster, quest, boon-companion

Debugging

Headword:
εἰλαπιναστής
Headword (normalized):
εἰλαπιναστής
Headword (normalized/stripped):
ειλαπιναστης
IDX:
9689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9692
Key:
ei)lapinasth/s

Data

{'content': 'εἰλαπιναστής\n εἰλᾰπῐναστής, οῦ,\n a feaster, quest, boon-companion, Il.\n from εἰλᾰπίνη (ῐ)', 'key': 'ei)lapinasth/s'}