Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εἰκόσορος
εἰκός
εἰκοστή
εἰκοστολόγος
εἰκοστός
εἰκοσώρυγος
εἰκότως
εἰκών
εἴκω
εἰλαδόν
εἰλαπινάζω
εἰλαπιναστής
εἰλαπίνη
εἶλαρ
ἰλάρχης
Εἰλείθυια
εἰλεός
εἰληδόν
εἱληθερέω
εἱληθερής
Εἰλήθυια
View word page
εἰλαπινάζω
εἰλαπινάζω εἰλᾰπῐνάζω, from εἰλᾰπίνη (ῐ) only in pres. to revel in a large company, Od.

ShortDef

to revel in a large company

Debugging

Headword:
εἰλαπινάζω
Headword (normalized):
εἰλαπινάζω
Headword (normalized/stripped):
ειλαπιναζω
IDX:
9688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9691
Key:
ei)lapina/zw

Data

{'content': 'εἰλαπινάζω\n εἰλᾰπῐνάζω,\n from εἰλᾰπίνη (ῐ)\n only in pres.\n to revel in a large company, Od.', 'key': 'ei)lapina/zw'}