Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αἰχμάλωτος
αἰχμήεις
αἰχμή
αἰχμητής
αἰχμοφόρος
αἶψα
αἰψηροκέλευθος
αἰψηρός
ἀΐω
ἀΐω
αἰώνιος
αἰών
αἰώρα
αἰωρέω
αἰώρημα
αἰωρητός
Ἀκαδήμεια
ἀκαθαρσία
ἀκάθαρτος
ἄκαινα
ἀκαιρία
View word page
αἰώνιος
αἰώνιος lasting for an age (αἰών 3), Plat.: ever-lasting, eternal, Plat.

ShortDef

lasting for an age

Debugging

Headword:
αἰώνιος
Headword (normalized):
αἰώνιος
Headword (normalized/stripped):
αιωνιος
IDX:
967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n967
Key:
ai)w/nios

Data

{'content': 'αἰώνιος\n lasting for an age (αἰών 3), Plat.: ever-lasting, eternal, Plat.', 'key': 'ai)w/nios'}