Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εἴκασμα
εἰκασμός
εἰκάς
εἰκαστής
εἰκαστικός
εἰκαστός
εἰκελόνειρος
εἴκελος
εἰκελόφωνος
εἰκῇ
εἰκονικός
εἰκοσάβοιος
εἰκοσαετής
εἰκοσάκις
εἰκοσάμηνος
εἰκοσάπηχυς
εἰκοσάς
εἰκοσέτης
εἰκοσιετής
εἰκοσινήριτος
εἴκοσι
View word page
εἰκονικός
εἰκονικός εἰκονικός, ή, όν εἰκών counterfeited, pretended, Anth.

ShortDef

counterfeited, pretended

Debugging

Headword:
εἰκονικός
Headword (normalized):
εἰκονικός
Headword (normalized/stripped):
εικονικος
IDX:
9666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9669
Key:
ei)koniko/s

Data

{'content': 'εἰκονικός\n εἰκονικός, ή, όν\n εἰκών\n counterfeited, pretended, Anth.', 'key': 'ei)koniko/s'}