Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εἶἑν
εἶθαρ
εἴθε
εἰκάζω
εἰκαῖος
εἰκασία
εἴκασμα
εἰκασμός
εἰκάς
εἰκαστής
εἰκαστικός
εἰκαστός
εἰκελόνειρος
εἴκελος
εἰκελόφωνος
εἰκῇ
εἰκονικός
εἰκοσάβοιος
εἰκοσαετής
εἰκοσάκις
εἰκοσάμηνος
View word page
εἰκαστικός
εἰκαστικός εἰκαστικός, ή, όν able to represent or conjecture: τὸ εἰκαστικόν the faculty of conjecturing, Luc.
ShortDef
able to represent
Debugging
Headword:
εἰκαστικός
Headword (normalized):
εἰκαστικός
Headword (normalized/stripped):
εικαστικος
IDX:
9660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9663
Key:
ei)kastiko/s
Data
{'content': 'εἰκαστικός\n εἰκαστικός, ή, όν\n able to represent or conjecture: τὸ εἰκαστικόν the faculty of conjecturing, Luc.', 'key': 'ei)kastiko/s'}