Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εἰδωλοποιός
εἶἑν
εἶθαρ
εἴθε
εἰκάζω
εἰκαῖος
εἰκασία
εἴκασμα
εἰκασμός
εἰκάς
εἰκαστής
εἰκαστικός
εἰκαστός
εἰκελόνειρος
εἴκελος
εἰκελόφωνος
εἰκῇ
εἰκονικός
εἰκοσάβοιος
εἰκοσαετής
εἰκοσάκις
View word page
εἰκαστής
εἰκαστής εἰκαστής, οῦ, εἰκάζω one who conjectures, a diviner, τῶν μελλόντων Thuc.
ShortDef
one who conjectures, a diviner
Debugging
Headword:
εἰκαστής
Headword (normalized):
εἰκαστής
Headword (normalized/stripped):
εικαστης
IDX:
9659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9662
Key:
ei)kasth/s
Data
{'content': 'εἰκαστής\n εἰκαστής, οῦ,\n εἰκάζω\n one who conjectures, a diviner, τῶν μελλόντων Thuc.', 'key': 'ei)kasth/s'}