Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εἰδωλοποιέω
εἰδωλοποιία
εἰδωλοποιός
εἶἑν
εἶθαρ
εἴθε
εἰκάζω
εἰκαῖος
εἰκασία
εἴκασμα
εἰκασμός
εἰκάς
εἰκαστής
εἰκαστικός
εἰκαστός
εἰκελόνειρος
εἴκελος
εἰκελόφωνος
εἰκῇ
εἰκονικός
εἰκοσάβοιος
View word page
εἰκασμός
εἰκασμός εἰκασμός, ὁ, εἰκάζω a conjecturing, Plut., Luc.
ShortDef
a conjecturing
Debugging
Headword:
εἰκασμός
Headword (normalized):
εἰκασμός
Headword (normalized/stripped):
εικασμος
IDX:
9657
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9660
Key:
ei)kasmo/s
Data
{'content': 'εἰκασμός\n εἰκασμός, ὁ,\n εἰκάζω\n a conjecturing, Plut., Luc.', 'key': 'ei)kasmo/s'}