Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εἴδωλον
εἰδωλοποιέω
εἰδωλοποιία
εἰδωλοποιός
εἶἑν
εἶθαρ
εἴθε
εἰκάζω
εἰκαῖος
εἰκασία
εἴκασμα
εἰκασμός
εἰκάς
εἰκαστής
εἰκαστικός
εἰκαστός
εἰκελόνειρος
εἴκελος
εἰκελόφωνος
εἰκῇ
εἰκονικός
View word page
εἴκασμα
εἴκασμα εἴκασμα, ατος, τό, εἰκάζω a likeness, image, Aesch.
ShortDef
a likeness, image
Debugging
Headword:
εἴκασμα
Headword (normalized):
εἴκασμα
Headword (normalized/stripped):
εικασμα
IDX:
9656
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9659
Key:
ei)/kasma
Data
{'content': 'εἴκασμα\n εἴκασμα, ατος, τό,\n εἰκάζω\n a likeness, image, Aesch.', 'key': 'ei)/kasma'}