Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εἰδωλολατρεία
εἰδωλολάτρης
εἴδωλον
εἰδωλοποιέω
εἰδωλοποιία
εἰδωλοποιός
εἶἑν
εἶθαρ
εἴθε
εἰκάζω
εἰκαῖος
εἰκασία
εἴκασμα
εἰκασμός
εἰκάς
εἰκαστής
εἰκαστικός
εἰκαστός
εἰκελόνειρος
εἴκελος
εἰκελόφωνος
View word page
εἰκαῖος
εἰκαῖος εἰκαῖος, α, ον εἰκῆ random, purposeless, Luc.

ShortDef

random, purposeless

Debugging

Headword:
εἰκαῖος
Headword (normalized):
εἰκαῖος
Headword (normalized/stripped):
εικαιος
IDX:
9654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9657
Key:
ei)kai=os

Data

{'content': 'εἰκαῖος\n εἰκαῖος, α, ον\n εἰκῆ\n random, purposeless, Luc.', 'key': 'ei)kai=os'}