Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εἶδος
εἰδότως
εἰδύλλιον
εἰδωλεῖον
εἰδωλόθυτος
εἰδωλολατρεία
εἰδωλολάτρης
εἴδωλον
εἰδωλοποιέω
εἰδωλοποιία
εἰδωλοποιός
εἶἑν
εἶθαρ
εἴθε
εἰκάζω
εἰκαῖος
εἰκασία
εἴκασμα
εἰκασμός
εἰκάς
εἰκαστής
View word page
εἰδωλοποιός
εἰδωλοποιός εἰδωλο-ποιός, ὁ, ποιέω an image-maker, Plat.

ShortDef

an image-maker

Debugging

Headword:
εἰδωλοποιός
Headword (normalized):
εἰδωλοποιός
Headword (normalized/stripped):
ειδωλοποιος
IDX:
9649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9652
Key:
ei)dwlopoio/s

Data

{'content': 'εἰδωλοποιός\n εἰδωλο-ποιός, ὁ,\n \n ποιέω\n an image-maker, Plat.', 'key': 'ei)dwlopoio/s'}