Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εἰδοποιία
εἰδοποιός
εἶδος
εἰδότως
εἰδύλλιον
εἰδωλεῖον
εἰδωλόθυτος
εἰδωλολατρεία
εἰδωλολάτρης
εἴδωλον
εἰδωλοποιέω
εἰδωλοποιία
εἰδωλοποιός
εἶἑν
εἶθαρ
εἴθε
εἰκάζω
εἰκαῖος
εἰκασία
εἴκασμα
εἰκασμός
View word page
εἰδωλοποιέω
εἰδωλοποιέω εἰδωλοποιέω, fut. -ήσω from εἰδωλοποιός to form an image in the mind, Plat.

ShortDef

to form an image

Debugging

Headword:
εἰδωλοποιέω
Headword (normalized):
εἰδωλοποιέω
Headword (normalized/stripped):
ειδωλοποιεω
IDX:
9647
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9650
Key:
ei)dwlopoie/w

Data

{'content': 'εἰδωλοποιέω\n εἰδωλοποιέω,\n fut. -ήσω\n from εἰδωλοποιός\n to form an image in the mind, Plat.', 'key': 'ei)dwlopoie/w'}