Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εἶδον
εἰδοποιέω
εἰδοποιία
εἰδοποιός
εἶδος
εἰδότως
εἰδύλλιον
εἰδωλεῖον
εἰδωλόθυτος
εἰδωλολατρεία
εἰδωλολάτρης
εἴδωλον
εἰδωλοποιέω
εἰδωλοποιία
εἰδωλοποιός
εἶἑν
εἶθαρ
εἴθε
εἰκάζω
εἰκαῖος
εἰκασία
View word page
εἰδωλολάτρης
εἰδωλολάτρης εἰδωλο-λάτρης, ου, λάτρις an idol-worshipper, idolater, NTest.
ShortDef
an idol-worshipper, idolater
Debugging
Headword:
εἰδωλολάτρης
Headword (normalized):
εἰδωλολάτρης
Headword (normalized/stripped):
ειδωλολατρης
IDX:
9645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9648
Key:
ei)dwlola/trhs
Data
{'content': 'εἰδωλολάτρης\n εἰδωλο-λάτρης, ου,\n λάτρις\n an idol-worshipper, idolater, NTest.', 'key': 'ei)dwlola/trhs'}