Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εἴδομαι
εἶδον
εἰδοποιέω
εἰδοποιία
εἰδοποιός
εἶδος
εἰδότως
εἰδύλλιον
εἰδωλεῖον
εἰδωλόθυτος
εἰδωλολατρεία
εἰδωλολάτρης
εἴδωλον
εἰδωλοποιέω
εἰδωλοποιία
εἰδωλοποιός
εἶἑν
εἶθαρ
εἴθε
εἰκάζω
εἰκαῖος
View word page
εἰδωλολατρεία
εἰδωλολατρεία εἰδωλολατρεία, ἡ, idolatry, NTest. from εἰδωλολάτρης

ShortDef

idolatry

Debugging

Headword:
εἰδωλολατρεία
Headword (normalized):
εἰδωλολατρεία
Headword (normalized/stripped):
ειδωλολατρεια
IDX:
9644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9647
Key:
ei)dwlolatrei/a

Data

{'content': 'εἰδωλολατρεία\n εἰδωλολατρεία, ἡ,\n idolatry, NTest.\n from εἰδωλολάτρης', 'key': 'ei)dwlolatrei/a'}