Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εἰδήμων
εἰδοί
εἴδομαι
εἶδον
εἰδοποιέω
εἰδοποιία
εἰδοποιός
εἶδος
εἰδότως
εἰδύλλιον
εἰδωλεῖον
εἰδωλόθυτος
εἰδωλολατρεία
εἰδωλολάτρης
εἴδωλον
εἰδωλοποιέω
εἰδωλοποιία
εἰδωλοποιός
εἶἑν
εἶθαρ
εἴθε
View word page
εἰδωλεῖον
εἰδωλεῖον εἴδωλον an idolʼs temple, NTest.
ShortDef
an idol's temple
Debugging
Headword:
εἰδωλεῖον
Headword (normalized):
εἰδωλεῖον
Headword (normalized/stripped):
ειδωλειον
IDX:
9642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9645
Key:
ei)dwlei=on
Data
{'content': 'εἰδωλεῖον\n εἴδωλον\n an idolʼs temple, NTest.', 'key': 'ei)dwlei=on'}