Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εἰαρόμασθος
εἴβω
εἰδάλιμος
εἶδαρ
εἰδήμων
εἰδοί
εἴδομαι
εἶδον
εἰδοποιέω
εἰδοποιία
εἰδοποιός
εἶδος
εἰδότως
εἰδύλλιον
εἰδωλεῖον
εἰδωλόθυτος
εἰδωλολατρεία
εἰδωλολάτρης
εἴδωλον
εἰδωλοποιέω
εἰδωλοποιία
View word page
εἰδοποιός
εἰδοποιός εἰδο-ποιός, όν ποιέω forming a species, specific, Arist.
ShortDef
forming a species, specific
Debugging
Headword:
εἰδοποιός
Headword (normalized):
εἰδοποιός
Headword (normalized/stripped):
ειδοποιος
IDX:
9638
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9641
Key:
ei)dopoio/s
Data
{'content': 'εἰδοποιός\n εἰδο-ποιός, όν\n ποιέω\n forming a species, specific, Arist.', 'key': 'ei)dopoio/s'}