Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εἶα
εἰαρόμασθος
εἴβω
εἰδάλιμος
εἶδαρ
εἰδήμων
εἰδοί
εἴδομαι
εἶδον
εἰδοποιέω
εἰδοποιία
εἰδοποιός
εἶδος
εἰδότως
εἰδύλλιον
εἰδωλεῖον
εἰδωλόθυτος
εἰδωλολατρεία
εἰδωλολάτρης
εἴδωλον
εἰδωλοποιέω
View word page
εἰδοποιία
εἰδοποιία εἰδοποιΐα, ἡ, from εἰδοποιός the specific nature of a thing, Strab.

ShortDef

the specific nature of a thing

Debugging

Headword:
εἰδοποιία
Headword (normalized):
εἰδοποιία
Headword (normalized/stripped):
ειδοποιια
IDX:
9637
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9640
Key:
ei)dopoii/a

Data

{'content': 'εἰδοποιία\n εἰδοποιΐα, ἡ,\n from εἰδοποιός\n the specific nature of a thing, Strab.', 'key': 'ei)dopoii/a'}