Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
αἰχμαλωτεύω
αἰχμαλωτικός
αἰχμαλωτίς
αἰχμάλωτος
αἰχμήεις
αἰχμή
αἰχμητής
αἰχμοφόρος
αἶψα
αἰψηροκέλευθος
αἰψηρός
ἀΐω
ἀΐω
αἰώνιος
αἰών
αἰώρα
αἰωρέω
αἰώρημα
αἰωρητός
Ἀκαδήμεια
ἀκαθαρσία
View word page
αἰψηρός
αἰψηρός αἶψα quick, speedy, in haste, Hom.
ShortDef
quick, speedy, in haste
Debugging
Headword:
αἰψηρός
Headword (normalized):
αἰψηρός
Headword (normalized/stripped):
αιψηρος
IDX:
964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n964
Key:
ai)yhro/s
Data
{'content': 'αἰψηρός\n αἶψα\n quick, speedy, in haste, Hom.', 'key': 'ai)yhro/s'}