Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εἱανός
εἶα
εἰαρόμασθος
εἴβω
εἰδάλιμος
εἶδαρ
εἰδήμων
εἰδοί
εἴδομαι
εἶδον
εἰδοποιέω
εἰδοποιία
εἰδοποιός
εἶδος
εἰδότως
εἰδύλλιον
εἰδωλεῖον
εἰδωλόθυτος
εἰδωλολατρεία
εἰδωλολάτρης
εἴδωλον
View word page
εἰδοποιέω
εἰδοποιέω to make an image of a thing, to mould, Plut. from εἰδοποιός
ShortDef
to make an image of
Debugging
Headword:
εἰδοποιέω
Headword (normalized):
εἰδοποιέω
Headword (normalized/stripped):
ειδοποιεω
IDX:
9636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9639
Key:
ei)dopoie/w
Data
{'content': 'εἰδοποιέω\n to make an image of a thing, to mould, Plut.\n from εἰδοποιός', 'key': 'ei)dopoie/w'}