Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐθελοντί
ἐθελόπονος
ἐθελοπρόξενος
ἐθελουργός
ἐθελούσιος
ἐθέλω
ἐθημολογέω
ἐθίζω
ἐθιστέος
ἐθιστός
ἐθνάρχης
ἐθνικός
ἔθνος
ἔθος
ἔθω
εἴωθα
εἱαμενή
εἱανός
εἶα
εἰαρόμασθος
εἴβω
View word page
ἐθνάρχης
ἐθνάρχης ἐθν-άρχης, ου, ἄρχω an ethnarch, NTest., Luc.

ShortDef

an ethnarch

Debugging

Headword:
ἐθνάρχης
Headword (normalized):
ἐθνάρχης
Headword (normalized/stripped):
εθναρχης
IDX:
9619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9623
Key:
e)qna/rxhs

Data

{'content': 'ἐθνάρχης\n ἐθν-άρχης, ου,\n ἄρχω\n an ethnarch, NTest., Luc.', 'key': 'e)qna/rxhs'}