Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐθελοκακέω
ἐθελόκακος
ἐθελοντηδόν
ἐθελοντήν
ἐθελοντήρ
ἐθελοντής
ἐθελοντί
ἐθελόπονος
ἐθελοπρόξενος
ἐθελουργός
ἐθελούσιος
ἐθέλω
ἐθημολογέω
ἐθίζω
ἐθιστέος
ἐθιστός
ἐθνάρχης
ἐθνικός
ἔθνος
ἔθος
ἔθω
View word page
ἐθελούσιος
ἐθελούσιος ἐθελούσιος, α, ον ἐθέλω voluntary, Xen. of things, optional, matter of free choice, Xen.
ShortDef
voluntary
Debugging
Headword:
ἐθελούσιος
Headword (normalized):
ἐθελούσιος
Headword (normalized/stripped):
εθελουσιος
IDX:
9613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9617
Key:
e)qelou/sios
Data
{'content': 'ἐθελούσιος\n ἐθελούσιος, α, ον\n ἐθέλω\n voluntary, Xen.\n of things, optional, matter of free choice, Xen.', 'key': 'e)qelou/sios'}