Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἔθειρα
ἐθελημός
ἐθελοδουλεία
ἐθελόδουλος
ἐθελοθρησκεία
ἐθελοκακέω
ἐθελόκακος
ἐθελοντηδόν
ἐθελοντήν
ἐθελοντήρ
ἐθελοντής
ἐθελοντί
ἐθελόπονος
ἐθελοπρόξενος
ἐθελουργός
ἐθελούσιος
ἐθέλω
ἐθημολογέω
ἐθίζω
ἐθιστέος
ἐθιστός
View word page
ἐθελοντής
ἐθελοντής ἐθελοντής, οῦ, later form of ἐθελοντήρ, Hdt., Thuc., etc.
ShortDef
volunteer
Debugging
Headword:
ἐθελοντής
Headword (normalized):
ἐθελοντής
Headword (normalized/stripped):
εθελοντης
IDX:
9608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9612
Key:
e)qelonth/s
Data
{'content': 'ἐθελοντής\n ἐθελοντής, οῦ,\n later form of ἐθελοντήρ, Hdt., Thuc., etc.', 'key': 'e)qelonth/s'}