Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αἰφνίδιος
αἰχμάζω
αἰχμαλωσία
αἰχμαλωτεύω
αἰχμαλωτικός
αἰχμαλωτίς
αἰχμάλωτος
αἰχμήεις
αἰχμή
αἰχμητής
αἰχμοφόρος
αἶψα
αἰψηροκέλευθος
αἰψηρός
ἀΐω
ἀΐω
αἰώνιος
αἰών
αἰώρα
αἰωρέω
αἰώρημα
View word page
αἰχμοφόρος
αἰχμοφόρος φέρω one who trails a pike, a spearman, Hdt.:—esp. like δορυφόρος, of body-guards, Hdt.

ShortDef

one who trails a pike, a spearman

Debugging

Headword:
αἰχμοφόρος
Headword (normalized):
αἰχμοφόρος
Headword (normalized/stripped):
αιχμοφορος
IDX:
961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n961
Key:
ai)xmofo/ros

Data

{'content': 'αἰχμοφόρος\n φέρω\n one who trails a pike, a spearman, Hdt.:—esp. like δορυφόρος, of body-guards, Hdt.', 'key': 'ai)xmofo/ros'}