Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἕζομαι
ἐή
ἐθάς
ἐθειράζω
ἔθειρα
ἐθελημός
ἐθελοδουλεία
ἐθελόδουλος
ἐθελοθρησκεία
ἐθελοκακέω
ἐθελόκακος
ἐθελοντηδόν
ἐθελοντήν
ἐθελοντήρ
ἐθελοντής
ἐθελοντί
ἐθελόπονος
ἐθελοπρόξενος
ἐθελουργός
ἐθελούσιος
ἐθέλω
View word page
ἐθελόκακος
ἐθελόκακος ἐθελό-κᾰκος, ον wilfully bad or cowardly.

ShortDef

wilfully bad

Debugging

Headword:
ἐθελόκακος
Headword (normalized):
ἐθελόκακος
Headword (normalized/stripped):
εθελοκακος
IDX:
9604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9608
Key:
e)qelo/kakos

Data

{'content': 'ἐθελόκακος\n ἐθελό-κᾰκος, ον\n wilfully bad or cowardly.', 'key': 'e)qelo/kakos'}