Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἑδώλιον
ἔδω
ἕε
ἕζομαι
ἐή
ἐθάς
ἐθειράζω
ἔθειρα
ἐθελημός
ἐθελοδουλεία
ἐθελόδουλος
ἐθελοθρησκεία
ἐθελοκακέω
ἐθελόκακος
ἐθελοντηδόν
ἐθελοντήν
ἐθελοντήρ
ἐθελοντής
ἐθελοντί
ἐθελόπονος
ἐθελοπρόξενος
View word page
ἐθελόδουλος
ἐθελόδουλος ἐθελό-δουλος, ον a willing slave, Plat.

ShortDef

a willing slave

Debugging

Headword:
ἐθελόδουλος
Headword (normalized):
ἐθελόδουλος
Headword (normalized/stripped):
εθελοδουλος
IDX:
9601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9605
Key:
e)qelo/doulos

Data

{'content': 'ἐθελόδουλος\n ἐθελό-δουλος, ον\n a willing slave, Plat.', 'key': 'e)qelo/doulos'}