ἐθελοδουλεία
ἐθελοδουλεία
ἐθελοδουλεία, ἡ,
willing slavery, Plat.
from ἐθελόδουλος
{
"content": "ἐθελοδουλεία\n ἐθελοδουλεία, ἡ,\n willing slavery, Plat.\n from ἐθελόδουλος",
"key": "e)qelodoulei/a"
}