Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Αἰτναῖος
αἰφνίδιος
αἰχμάζω
αἰχμαλωσία
αἰχμαλωτεύω
αἰχμαλωτικός
αἰχμαλωτίς
αἰχμάλωτος
αἰχμήεις
αἰχμή
αἰχμητής
αἰχμοφόρος
αἶψα
αἰψηροκέλευθος
αἰψηρός
ἀΐω
ἀΐω
αἰώνιος
αἰών
αἰώρα
αἰωρέω
View word page
αἰχμητής
αἰχμητής αἰχμή a spearman, Hom. In Pind. as adj., pointed, κεραυνός. warlike, θυμός.
ShortDef
a spearman
Debugging
Headword:
αἰχμητής
Headword (normalized):
αἰχμητής
Headword (normalized/stripped):
αιχμητης
IDX:
960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n960
Key:
ai)xmhth/s
Data
{'content': 'αἰχμητής\n αἰχμή\n a spearman, Hom.\n In Pind. as adj.,\n pointed, κεραυνός.\n warlike, θυμός.', 'key': 'ai)xmhth/s'}