Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄγαμαι
Ἀγαμεμνόνεος
Ἀγαμεμνονίδης
Ἀγαμέμνων
ἀγαμένως
ἀγαμία
ἄγαμος
ἀγανακτέω
ἀγανάκτησις
ἀγανακτητικός
ἀγανακτητός
ἀγάννιφος
ἀγανοβλέφαρος
ἀγανός
ἀγανοφροσύνη
ἀγανόφρων
ἄγαν
ἀγάομαι
ἀγαπάζω
ἀγαπάω
ἀγάπημα
View word page
ἀγανακτητός
ἀγανακτητός verb. adj. of ἀγανακτέω irritating, Plat.

ShortDef

irritating

Debugging

Headword:
ἀγανακτητός
Headword (normalized):
ἀγανακτητός
Headword (normalized/stripped):
αγανακτητος
IDX:
96
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n96
Key:
a)ganakthto/s

Data

{'content': 'ἀγανακτητός\n verb. adj. of ἀγανακτέω\n irritating, Plat.', 'key': 'a)ganakthto/s'}