Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἑδνωτής
ἕδος
ἑδράζω
ἑδραῖος
ἑδραίωμα
ἕδρανον
ἕδρα
ἑδριάω
ἑδροστρόφος
ἐδωδή
ἐδώδιμος
ἑδώλιον
ἔδω
ἕε
ἕζομαι
ἐή
ἐθάς
ἐθειράζω
ἔθειρα
ἐθελημός
ἐθελοδουλεία
View word page
ἐδώδιμος
ἐδώδιμος ἐδώδιμος, ον in Hdt.ος, η, ον, eatable, Hdt., Thuc., etc.: ἐδώδιμα, τά, eatables, provisions, Thuc.
ShortDef
eatable
Debugging
Headword:
ἐδώδιμος
Headword (normalized):
ἐδώδιμος
Headword (normalized/stripped):
εδωδιμος
IDX:
9590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9594
Key:
e)dw/dimos
Data
{'content': 'ἐδώδιμος\n ἐδώδιμος, ον\n in Hdt.ος, η, ον,\n eatable, Hdt., Thuc., etc.: ἐδώδιμα, τά, eatables, provisions, Thuc.', 'key': 'e)dw/dimos'}