Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐδεστέος
ἐδεστής
ἐδεστός
ἐδητύς
ἕδνον
ἑδνόω
ἑδνωτής
ἕδος
ἑδράζω
ἑδραῖος
ἑδραίωμα
ἕδρανον
ἕδρα
ἑδριάω
ἑδροστρόφος
ἐδωδή
ἐδώδιμος
ἑδώλιον
ἔδω
ἕε
ἕζομαι
View word page
ἑδραίωμα
ἑδραίωμα from ἑδραῖος ἑδραίωμα, ατος, τό, a foundation, base, NTest.
ShortDef
a foundation, base
Debugging
Headword:
ἑδραίωμα
Headword (normalized):
ἑδραίωμα
Headword (normalized/stripped):
εδραιωμα
IDX:
9584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9588
Key:
e(drai/wma
Data
{'content': 'ἑδραίωμα\n from ἑδραῖος\n ἑδραίωμα, ατος, τό,\n a foundation, base, NTest.', 'key': 'e(drai/wma'}