Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐδαφίζω
ἔδαφος
ἔδεθλον
ἔδεσμα
ἐδεστέος
ἐδεστής
ἐδεστός
ἐδητύς
ἕδνον
ἑδνόω
ἑδνωτής
ἕδος
ἑδράζω
ἑδραῖος
ἑδραίωμα
ἕδρανον
ἕδρα
ἑδριάω
ἑδροστρόφος
ἐδωδή
ἐδώδιμος
View word page
ἑδνωτής
ἑδνωτής from ἑδνόω a betrother, Il.

ShortDef

a betrother

Debugging

Headword:
ἑδνωτής
Headword (normalized):
ἑδνωτής
Headword (normalized/stripped):
εδνωτης
IDX:
9580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9584
Key:
e(dnwth/s

Data

{'content': 'ἑδνωτής\n from ἑδνόω\n a betrother, Il.', 'key': 'e(dnwth/s'}