Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐγᾦμαι
ἐγώ
ἐδανός
ἑδανός
ἐδαφίζω
ἔδαφος
ἔδεθλον
ἔδεσμα
ἐδεστέος
ἐδεστής
ἐδεστός
ἐδητύς
ἕδνον
ἑδνόω
ἑδνωτής
ἕδος
ἑδράζω
ἑδραῖος
ἑδραίωμα
ἕδρανον
ἕδρα
View word page
ἐδεστός
ἐδεστός ἐδεστός, ή, όν ἔδω eatable: eaten, consumed, Soph.
ShortDef
eatable: eaten, consumed
Debugging
Headword:
ἐδεστός
Headword (normalized):
ἐδεστός
Headword (normalized/stripped):
εδεστος
IDX:
9576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9579
Key:
e)desto/s
Data
{'content': 'ἐδεστός\n ἐδεστός, ή, όν\n ἔδω\n eatable: eaten, consumed, Soph.', 'key': 'e)desto/s'}