Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐγᾦδα
ἐγᾦμαι
ἐγώ
ἐδανός
ἑδανός
ἐδαφίζω
ἔδαφος
ἔδεθλον
ἔδεσμα
ἐδεστέος
ἐδεστής
ἐδεστός
ἐδητύς
ἕδνον
ἑδνόω
ἑδνωτής
ἕδος
ἑδράζω
ἑδραῖος
ἑδραίωμα
ἕδρανον
View word page
ἐδεστής
ἐδεστής ἐδεστής, οῦ, ἔδω an eater, Hdt.
ShortDef
an eater
Debugging
Headword:
ἐδεστής
Headword (normalized):
ἐδεστής
Headword (normalized/stripped):
εδεστης
IDX:
9575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9578
Key:
e)desth/s
Data
{'content': 'ἐδεστής\n ἐδεστής, οῦ,\n ἔδω\n an eater, Hdt.', 'key': 'e)desth/s'}