Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἔγχωρος
ἔγωγε
ἐγᾦδα
ἐγᾦμαι
ἐγώ
ἐδανός
ἑδανός
ἐδαφίζω
ἔδαφος
ἔδεθλον
ἔδεσμα
ἐδεστέος
ἐδεστής
ἐδεστός
ἐδητύς
ἕδνον
ἑδνόω
ἑδνωτής
ἕδος
ἑδράζω
ἑδραῖος
View word page
ἔδεσμα
ἔδεσμα ἔδεσμα, ατος, τό, ἔδω meat: pl. meats, Batr., Plat.

ShortDef

meat

Debugging

Headword:
ἔδεσμα
Headword (normalized):
ἔδεσμα
Headword (normalized/stripped):
εδεσμα
IDX:
9573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9576
Key:
e)/desma

Data

{'content': 'ἔδεσμα\n ἔδεσμα, ατος, τό,\n ἔδω\n meat: pl. meats, Batr., Plat.', 'key': 'e)/desma'}