Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐγχώριος
ἔγχωρος
ἔγωγε
ἐγᾦδα
ἐγᾦμαι
ἐγώ
ἐδανός
ἑδανός
ἐδαφίζω
ἔδαφος
ἔδεθλον
ἔδεσμα
ἐδεστέος
ἐδεστής
ἐδεστός
ἐδητύς
ἕδνον
ἑδνόω
ἑδνωτής
ἕδος
ἑδράζω
View word page
ἔδεθλον
ἔδεθλον ἔδεθλον, ου, τό, ἕδος a seat, abode, Aesch.

ShortDef

a seat, abode

Debugging

Headword:
ἔδεθλον
Headword (normalized):
ἔδεθλον
Headword (normalized/stripped):
εδεθλον
IDX:
9572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9575
Key:
e)/deqlon

Data

{'content': 'ἔδεθλον\n ἔδεθλον, ου, τό,\n ἕδος\n a seat, abode, Aesch.', 'key': 'e)/deqlon'}