Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αἰτιατέον
αἰτίζω
αἰτιολογικός
αἴτιος
Αἰτναῖος
αἰφνίδιος
αἰχμάζω
αἰχμαλωσία
αἰχμαλωτεύω
αἰχμαλωτικός
αἰχμαλωτίς
αἰχμάλωτος
αἰχμήεις
αἰχμή
αἰχμητής
αἰχμοφόρος
αἶψα
αἰψηροκέλευθος
αἰψηρός
ἀΐω
ἀΐω
View word page
αἰχμαλωτίς
αἰχμαλωτίς from αἰχμάλωτος fem. of αἰχμάλωτος, Soph.

ShortDef

captive

Debugging

Headword:
αἰχμαλωτίς
Headword (normalized):
αἰχμαλωτίς
Headword (normalized/stripped):
αιχμαλωτις
IDX:
956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n956
Key:
ai)xmalwti/s

Data

{'content': 'αἰχμαλωτίς\n from αἰχμάλωτος\n fem. of αἰχμάλωτος, Soph.', 'key': 'ai)xmalwti/s'}