Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αἰτία
αἰτιατέον
αἰτίζω
αἰτιολογικός
αἴτιος
Αἰτναῖος
αἰφνίδιος
αἰχμάζω
αἰχμαλωσία
αἰχμαλωτεύω
αἰχμαλωτικός
αἰχμαλωτίς
αἰχμάλωτος
αἰχμήεις
αἰχμή
αἰχμητής
αἰχμοφόρος
αἶψα
αἰψηροκέλευθος
αἰψηρός
ἀΐω
View word page
αἰχμαλωτικός
αἰχμαλωτικός from αἰχμάλωτος of or for a prisoner, Eur.

ShortDef

of/for a prisoner

Debugging

Headword:
αἰχμαλωτικός
Headword (normalized):
αἰχμαλωτικός
Headword (normalized/stripped):
αιχμαλωτικος
IDX:
955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n955
Key:
ai)xmalwtiko/s

Data

{'content': 'αἰχμαλωτικός\n from αἰχμάλωτος\n of or for a prisoner, Eur.', 'key': 'ai)xmalwtiko/s'}